Ο Ροβινσώνας Κρούσος και η ηθική της μοναξιάς

Σήμερα, πάνω από 9 εκατομμύρια άνθρωποι στη Βρετανία, δηλαδή σχεδόν το ένα πέμπτο του πληθυσμού, περιγράφουν τον εαυτό τους ως μοναχικό. Ο πιο διάσημος φανταστικός ναυαγός της ιστορίας, ο Ροβινσώνας Κρούσος, αποτελεί το εφαλτήριο για την Μπάρμπαρα Τέιλορ, καθώς αυτή εξετάζει τη μεταβολή της συμπεριφοράς προς τη μοναχικότητα, και το πώς ξεκίνησε η σύγχρονη ιδέα της μοναξιάς.

Σε όλη την καταγεγραμμένη ιστορία, οι άνθρωποι υπέφεραν από ανεπιθύμητη μοναξιά. "Η απομόνωση", όπως έγραψε ο ποιητής Τζον Ντον το 1623, μετά από ένα διάστημα καραντίνας εξαιτίας μίας σοβαρής ασθένειας, "είναι ένα μαρτύριο χειρότερο από την ίδια την κόλαση". Ο τρόπος που χρησιμοποιεί όμως ο Ντον την 'απομόνωση' εδώ, αντί για τη 'μοναξιά', μαρτυρεί μία σημαντική ιστορική αλλαγή.

Η 'μοναξιά' όπως τη γνωρίζουμε σήμερα ως μία σύγχρονη έννοια, η οποία ανάγεται στον 19ο αιώνα, και οι όροι, με τους οποίους περιγράφεται, διαφέρουν πολύ από τον τρόπο, με τον οποίο, η απομόνωση γινόταν αντιληπτή κατά τους προηγούμενους αιώνες. Σήμερα, οι μοναχικοί άνθρωποι αντιμετωπίζονται με συμπάθεια, και γίνονται προσπάθειες για να περιοριστεί η απομόνωσή τους. Όταν οι άνθρωποι επιλέγουν τη μοναχική ζωή, είτε για θρησκευτικούς, είτε για δημιουργικούς, λόγους, αυτή η επιλογή τους γίνεται σεβαστή. Παρότι θεωρούμε αυτή τη στάση ως δεδομένη, διαφέρει κάθετα από τις πολύ αρνητικές απόψεις για την απομόνωση, οι οποίες συνηθίζονταν στο παρελθόν.

Αν τους ζητηθεί να ονομάσουν ένα μοναχικό άτομο από την ιστορία, πολλοί άνθρωποι μπορεί να διαλέξουν τον Ροβινσώνα Κρούσο, τον φανταστικό αφηγητή του μυθιστορήματος του Ντάνιελ Ντεφόου, του 1719. Στους τρεις αιώνες από τότε που εμφανίστηκε ο Κρούσος, έχει γίνει σύμβολο της απομόνωσης, με την 28ετή διαμονή του σε ένα ακατοίκητο νησί της Καραϊβικής να θεωρείται η σημαντικότερη απεικόνιση της μοναξιάς στη δυτική λογοτεχνία. Πολλοί συγγραφείς πριν από τον Ντεφόου είχαν στοχαστεί τη μοναχική ζωή, αλλά κανείς δεν την είχε περιγράψει με τόσο γλαφυρές λεπτομέρειες.

Όμως, ως μία ιστορία απομόνωσης, το βιβλίο επιφυλάσσει κάποιες εκπλήξεις. Οι περισσότεροι από εμάς που φανταζόμαστε τον εαυτό μας στην κατάσταση του Κρούσου, μάλλον πιστεύουμε ότι θα τρελαινόμασταν, και πράγματι, κάποιοι από τους πραγματικούς ναυαγούς, πάνω στους οποίους ο Ντεφόου βάσισε τον ήρωά του, τελικά τρελάθηκαν. Ο Κρούσος, όμως, όχι μόνο τα 'χει τετρακόσια, αλλά σπάνια παραπονιέται για αυτό που σήμερα ονομάζουμε "μοναξιά", αν και τα παράπονά του, όταν τελικά έρχονται, σου ραγίζουν την καρδιά.

Αντικρίζοντας ένα ναυάγιο κοντά στο νησί του, στο οποίο δεν επέζησε κανένας από το πλήρωμα, θρηνεί για τη δυστυχία του: "Αχ, μακάρι να είχαν επιζήσει κάνα-δυο, αλλά μπα, ούτε ψυχή δεν γλύτωσε από αυτό το καράβι... και να είχα και εγώ έναν σύντροφο, μια αδελφή ψυχή, να μου μιλά και να συζητάμε!".

Ο πολυάσχολος επιχειρηματίας

Αλλά αυτές οι στιγμές είναι σπάνιες, καθώς καταπιάνεται με το χτίσιμο ενός σπιτιού, τις αγροτικές καλλιέργειες, και την εξημέρωση αγριοκάτσικων, δηλαδή, όλα εκείνα τα αγαθά έργα που τόσο συνεπήραν γενιές νέων εξερευνητών, οι οποίοι, όπως σχολίασε ένας αναγνώστης της Γεωργιανής εποχής, δεν ήταν "τόσο εντυπωσιασμένοι από τις δυσκολίες της κατάστασης του αναχωρητή, όσο από τις ενθουσιώδεις προσπάθειες που αυτός καταβάλει για να τις ξεπεράσει". Τόσο επιτυχημένες είναι αυτές οι προσπάθειες, που μέσα σε λίγα χρόνια, το νησί του Κρούσου γίνεται ένα ακμάζον "μικρό βασίλειο", το οποίο ο ίδιος διοικεί με μεγάλη ευχαρίστηση. Έτσι, αν και είναι χαρούμενος, μετά από ένα τέταρτο του αιώνα μοναξιάς, που αποκτά έναν σύντροφο (τον "πιστό του άγριο", τον Παρασκευά), στον σημερινό αναγνώστη, η χαρά του αυτή φαίνεται παραδόξως υποτονική.

Ακόμη πιο απρόσμενοι είναι οι επανειλημμένοι ισχυρισμοί του ότι είναι πιο ευτυχισμένος στη "Μοναχική Κατάστασή" του, από ό, τι σε "οποιαδήποτε συγκεκριμένη χώρα του κόσμου". Γιατί είναι ο Κρούσος τόσο ευτυχισμένος στη μοναξιά του;

Ο ήρωας του Ντεφόου είναι μία εξιδανικευμένη εκδοχή του ίδιου, στον (εξαιρετικά αποτυχημένο) ρόλο του ως αυτοδημιούργητου επιχειρηματία. Οι εντυπωσιακές προσπάθειες του Κρούσου κατευθύνουν την αφήγηση, με την μοναξιά του να αναδεικνύει την αυτάρκεια και την επίπονη προσπάθειά του. Καθώς ο ίδιος καμαρώνει για τις καλλιέργειες και τα κατσίκια του, η μοναξιά του Κρούσου διαχέεται από το ενθουσιώδες πνεύμα της οικονομικής επιχειρηματικότητας.

Όσο απομονωμένος και αν είναι, όμως, ο Κρούσος δεν είναι ποτέ εντελώς μόνος. Ως κοσμικός άνθρωπος, στην αρχή δεν γνωρίζει τίποτε γι' αυτό, αλλά στα μισά της εξορίας του υφίσταται μία θρησκευτική αφύπνιση, και από εκεί και ύστερα, γεύεται τη χαρά της θεϊκής φιλίας. Ωστόσο, ο Ντεφόου ήταν ένας παθιασμένος προτεστάντης, ο οποίος, όπως και οι περισσότεροι προτεστάντες, αποστρεφόταν τις θρησκευτικές πρακτικές των καθολικών, συμπεριλαμβανομένου και του μοναχισμού.

Κατηγορήθηκε, λοιπόν, ότι προωθούσε τον μοναχισμό στον 'Ροβινσώνα Κρούσο'; Πιθανόν, αλλά δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες που να το επιβεβαιώνουν αυτό. Πάντως, έναν χρόνο αργότερα, και ενώ εξακολουθούσε να γράφει ως Κρούσος, άρχισε να ξεκαθαρίζει τις απόψεις του, σε ένα δοκίμιο που εμφανίστηκε εκ των υστέρων, κατά τη διαμονή του στο νησί το 1720, με τίτλο: 'Σοβαροί προβληματισμοί κατά τη διάρκεια της ζωής και των συναρπαστικών περιπετειών του Ροβινσώνα Κρούσου' (1720).

Βέβηλη μοναξιά

Το εν λόγω δοκίμιο αποτελεί απερίφραστη στηλίτευση του μοναχικού βίου. Η μοναχική ύπαρξη, γράφει ο Κρούσος/Ντεφόου, είναι "πολύ κακό πράγμα", "παράβαση των χριστιανικών καθηκόντων", και "βιασμός της ανθρώπινης φύσης". Η αναχώρηση από την κοινωνία είναι εγωιστική και ανίερη. Συνιστά παράβαση της υποχρέωσης να φροντίζει κάποιος τον πλησίον του, και αφαιρώντας την ηθική προστασία της ενάρετης συντροφιάς, αφήνει τον ερημίτη να γίνει βορά των πονηρών, και ακόμη και σατανικών, πειρασμών (η επιρροή του διαβόλου θεωρούνταν από παλιά μείζων κίνδυνος για τον ερημίτη).

Αποφαίνεται ότι κάθε εκούσια απομόνωση είναι "έκνομη", όποιο και αν είναι το εικαζόμενο κίνητρο, συμπεριλαμβανομένης "κάθε μορφής θρησκευτικής μόνωσης εν είδει ερημικού βίου", διότι ένα πιστός χριστιανός θα πρέπει να μπορεί να επικοινωνεί με τον Θεό παντού. Ο Κρούσος/Ντεφόου επιμένει ότι η μόνη πραγματική μοναχικότητα των χρόνων που πέρασε στην εξορία έγκειται "στο ότι στοχάστηκε γύρω από θαυμαστά πράγματα", και όλα τα άλλα ήταν απλά "αποκλεισμός από τον κόσμο και την ανθρώπινη κοινωνία".

Ούτε δείχνει καμία συμπάθεια για τον μοναχικό του εαυτό, όπως ήταν πριν τη μεταστροφή του, καθώς παραδέχεται ότι ξόδευε άσκοπα τον χρόνο του τότε. Ένας άνθρωπος, σχολιάζει, "μπορεί να αμαρτήσει μόνος του με διάφορους τρόπους" (μία πιθανή αναφορά στον αυνανισμό, μία ευρέως κατακριτέα αμαρτία της μοναξιάς). Οι άνθρωποι χρειάζονται καλή παρέα για να είναι ενάρετοι.

Ίσως η στηλίτευση να ήταν πράξη εξευμενισμού των επικριτών, ή ίσως να εξέφραζε πιο ώριμες απόψεις του Ντεφόου, καθώς αυτός πραγματοποιούσε μία ανασκόπηση της ιστορίας του Κρούσου. Όπως και να 'χει, κατά τη διατύπωση τέτοιων στάσεων, ευθυγραμμιζόταν απόλυτα με την κρατούσα άποψη.

Από την αρχαιότητα και έπειτα, η απομόνωση απαξιώθηκε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, δηλαδή, ως μία αφύσικη, απάνθρωπη, και ανήθικη κατάσταση. Μόνο λίγοι εκλεκτοί - φιλόσοφοι, άγιοι, ποιητές - μπορεί να είναι θεμιτό να είναι απομονωμένοι, και ακόμη και αυτοί συχνά δέχτηκαν κριτική για αυτό το πράγμα. Οι κοινοί θνητοί που προτίμησαν τη μοναξιά από την κοινωνικότητα, καταδικάστηκαν ασυζητητί.

Άτομα, τα οποία, μέσω του θανάτου, της εγκατάλειψης, ή άλλης ατυχίας, αναγκάστηκαν να υποστούν τη μοναξιά - πολύ πιο σπάνια στις παραδοσιακές κοινωνίες, απ' ό, τι σήμερα - ήταν συχνά αντικείμενο υποψίας, ειδικά αν παρουσίαζαν κάποια από τις ψυχοπαθολογικές καταστάσεις που σχετίζονταν με τη απομόνωση (μελαγχολία, μισανθρωπία, παραφροσύνη).

Από την καταδίκη στη συμπάθεια

Η απομόνωση είχε τους υπερασπιστές της, αλλά αυτοί ήταν ως επί το πλείστον η μειοψηφία. Μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα, αυτή η εκούσια μοναξιά πήρε τον ρομαντικό, συναισθηματικό χαρακτήρα της - την περίφημη "ευδαιμονία της μοναξιάς" - όμως συχνά, οι ερημίτες εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζονται με αποδοκιμασία. Και μάλλον έπρεπε να μπει για τα καλά ο 19ος αιώνας, για να θεωρηθούν 'μοναχικά', τα άτομα που υπέφεραν από ανεπιθύμητη μοναξιά. Λέω "μάλλον", γιατί η ιστορία της μοναχικότητας και της μοναξιάς μόλις έχει αρχίσει να ερευνάται, και πολλά πράγματα εξακολουθούν να μην είναι κατανοητά.

Είναι σαφές, όμως, ότι στους τρεις αιώνες από τη δημοσίευση του 'Ροβινσώνα Κρούσου', η μοναχικότητα έχει απεκδυθεί τη φήμη της ως μίας ανίερης, φαύλης κατάστασης. Η ηθική καταδίκη έχει αντικατασταθεί από την αποδοχή, και ακόμη και τον θαυμασμό της επιλεκτικής μοναξιάς - από μία μικρή μερίδα της σύγχρονης κοινωνίας - και την ευρεία συμπάθεια για τα μοναχικά άτομα, τα οποία αποτελούν ένα τόσο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού μας.

Ίσως οι θρήνοι του Κρούσου για τη μοναξιά του, όσοι πρόσκαιροι και αν είναι, να σηματοδοτούν την αρχή της μεταμόρφωσής του, καθώς ο ναυαγός ναυτικός, αγναντεύοντας το άδειο πέλαγος, αισθάνεται "τόσο δυνατή την επιθυμία της παρέας με τους συνανθρώπους του" που το σώμα του συγκλονίζεται από αυτήν. Σήμερα, είναι αυτός ο φρικτός πόνος, περισσότερο από τις προσπάθειες του Κρούσου για την επιβίωση, που μας αγγίζει, καθώς σκεφτόμαστε τα εκατομμύρια των συνανθρώπων μας που υποφέρουν από αυτήν, την πιο μοναχική από τις σύγχρονες μορφές δυστυχίας.

Το παρόν άρθρο είναι μετάφραση του άρθρου: "Robinson Crusoe and the morality of solitude" από τα αγγλικά, και δημοσιεύεται στο παρόν ιστολόγιο με βάση τους όρους της άδειας Attribution 4.0 International (CC BY 4.0) Creative Commons.

Διαβάστε επίσης: